- κατακυρώνω
- adjuger
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κατακυρώνω — κατακυρώνω, κατακύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατακυρώνω — (AM κατακυρῶ, όω) 1. κάνω κάτι έγκυρο, επικυρώνω («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῡσιν, κατακυροῡσι δ οἱ ἄρχοντες», Αριστοτ.) 2. (για δημοπρασίες) μεταβιβάζω επίσημα την κυριότητα ενός πράγματος σε κάποιον νεοελλ. 1. αναγνωρίζω… … Dictionary of Greek
κατακυρώνω — κατακύρωσα, κατακυρώθηκα, κατακυρωμένος 1. επικυρώνω κάτι, το κάνω έγκυρο: Την κατακύρωσε την πράξη αυτή. 2. στις δημοπρασίες, εγκρίνω το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού, μεταβιβάζω την κυριότητα κάποιου πράγματος σε κάποιον: Κατακυρώθηκε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατακύρωτος — η, ο [κατακυρώνω] 1. αυτός που δεν έχει επικυρωθεί με επίσημη πράξη «ακατακύρωτη αγοραπωλησία» 2. που δεν έχει επιδικαστεί οριστικά «ακατακύρωτος πλειστηριασμός» … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατακηρύσσω — και αττ. τ. κατακηρύττω (Α) 1. προστάζω με δημόσιο κήρυκα 2. (σε δημοπρασία) κατακυρώνω κάτι σε κάποιον 3. παθ. κατακηρύσσομαι καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
κατακυρωτής — ο υπάλληλος τού πλειστηριασμού αρμόδιος για την κατακύρωση τού αποτελέσματος τής δημοπρασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
κατακυρωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συντελεί στην κατακύρωση («κατακυρωτική απόφαση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
κατακυρώ — βλ. κατακυρώνω … Dictionary of Greek
κατακύρωση — η 1. η πράξη με την οποία επικυρώνεται ή επιβεβαιώνεται κάτι 2. η μεταβίβαση τής κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος με διοικητική ή δικαστική απόφαση, η οποία αναπληρώνει τη θέληση τού ιδιοκτήτη 3. η επίσημη αναγνώριση ότι κάτι ανήκει σε… … Dictionary of Greek
προσκαταγιγνώσκω — Α 1. καταδικάζω επί πλέον 2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»] … Dictionary of Greek